κουτουράδα

κουτουράδα
η
1. αμελέτητη πράξη, απερισκεψία
2. επίρρ. χωρίς υπολογισμό, κουτουρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτουρού + -άδα (πρβλ. αφηρημ-άδα, ζαλ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουτουράδα — η αμελέτητη πράξη, απερισκεψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”